φλομώνω


φλομώνω
Προφορά

Ετυμολογία
φλομώνω μεσαιωνική ελληνική φλομώνω

Ερμηνεία
ρήμα φλομώνω

✦ ναρκώνω ψάρια με φλόμο
✦ δημιουργώ αποπνικτική ατμόσφαιρα με καπνό
✦ (αμτβ.) γεμίζω από δύσοσμο καπνό
(μτφ. ) χάνω το χρώμα μου, γίνομαι κίτρινος σαν το φλόμο
✦ φρ. φλομώνω κάποιον με κάτι, γεμίζω, δίνω σε υπερβολικές ποσότητες: τη φλόμωσε με δώρα – τη φλόμωσε στα ψέματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.