φλογώδης


φλογώδης
Προφορά

Ετυμολογία
φλογώδης αρχαία ελληνική φλογώδης

Ερμηνεία
επίθετο┘ φλογώδης -ης, -ες

✦ ο γεμάτος φλόγες
✦ ο όμοιος με φλόγα, κατακόκκινος: λάμψιν έχει όλη φλογώδη χείλος, μέτωπο, οφθαλμός (Διον. Σολωμός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.