φλογίζω


φλογίζω
Προφορά

Ετυμολογία
φλογίζω αρχαία ελληνική φλογίζω

Ερμηνεία
ρήμα φλογίζω

✦ περιβάλλω με φλόγες, καίω
✦ προξενώ φλεγμονή, φλόγωση
(μτφ. ) προκαλώ έντονο πάθος, πόθο, επιθυμία για κάτι: ο πόθος για την ελευθερία φλογίζει τις καρδιές τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.