φλερτάρω


φλερτάρω
Προφορά

Ετυμολογία
φλερτάρω φλερτ

Ερμηνεία
ρήμα φλερτάρω

✦ ερωτοτροπώ
(μτφ. ) κοιτάζω κάτι με επιθυμία να το αποκτήσω: είναι καιρός που το φλερτάριζε το βραχιόλι

Συνώνυμα
κορτάρω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.