φλερτ
Προφορά
Ετυμολογία
φλερτ └αγγλ┘flirt
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το φλερτ
✦ ερωτοτροπία
✦ ερωτική σχέση: είχαμε ένα φλερτ πέρυσι το καλοκαίρι
✦ (συνεκδ.) το πρόσωπο με το οποίο ερωτοτροπεί κάποιος
Συνώνυμα
κόρτε
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–