φιτίλι
Προφορά
Ετυμολογία
φιτίλι μεσαιωνική ελληνική φιτίλι(ο)ν
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φιτίλι
✦ χοντρό νήμα κεριού, λάμπας, καντηλιού κτλ. που ανάβει, ελλύχνιον
✦ είδος πλέγματος από ίνες, συν. βαμβακερές, που χρησιμοποιείται για τη πυροδότηση εκρηκτικής ύλης
✦ φρ. βάζω φιτίλια, προκαλώ φιλονικίες, εκρηκτικές καταστάσεις
✦ σιρίτι, κορδόνι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–