φισέκι


φισέκι
Προφορά

Ετυμολογία
φισέκι └τουρκ┘fisek

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το φισέκι

✦ το φυσίγγιο: και τα φισέκια ανάψανε κι όλοι φωτιά γενήκαν (δημ. τραγ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.