φιρφιρίκος


φιρφιρίκος
Προφορά

Ετυμολογία
φιρφιρίκος πιθ. από το └τουρκ┘fιrfιrι (= το παιδικό παιχνίδι ανεμόμυλος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φιρφιρίκος

✦ αυτός που εύκολα επηρεάζεται και αλλάζει γνώμη, επιπόλαιος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.