φιντανάκι


φιντανάκι
Προφορά

Ετυμολογία
φιντανάκι υποκορ. του φιντάνι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το φιντανάκι

✦ μικρός βλαστός
✦ (ιδ. μτφ.) ο μικρός στην ηλικία, πρωτόβγαλτος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.