φινίρισμα
Προφορά
Ετυμολογία
φινίρισμα φινίρω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φινίρισμα
✦ το τελικό στάδιο της επεξεργασίας ενός προϊόντος
✦ επιμελημένη εμφάνιση ενός προϊόντος, ιδ. φροντισμένη επεξεργασία κάθε λεπτομέρειας, κάθε στοιχείου που συνθέτει την εμφάνιση του προϊόντος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–