φιμώνω


φιμώνω
Προφορά

Ετυμολογία
φιμώνω αρχαία ελληνική φιμόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα φιμώνω

✦ βάζω φίμωτρο σε ζώο
✦ (για ανθρώπους) φράζω, βουλώνω το στόμα κάποιου με το χέρι ή με άλλο μέσο για να μη φωνάζει
(μτφ. ) στερώ την ελευθερία του λόγου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.