φιλτράρω


φιλτράρω
Προφορά

Ετυμολογία
φιλτράρω └ιταλ┘filtrare

Ερμηνεία
ρήμα φιλτράρω

✦ περνώ από το φίλτρο, διυλίζω, διηθώ
(μτφ. ) υποβάλλω σε έλεγχο κάτι: οι ειδήσεις φιλτράρονται

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.