φετιχισμός


φετιχισμός
Προφορά

Ετυμολογία
φετιχισμός └γαλλ┘ fétichisme

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φετιχισμός

✦ η λατρεία των φετίχ
✦ υπερβολικός θαυμασμός, που φτάνει στο επίπεδο της άκριτης λατρείας, για πρόσωπο ή πράγμα |(ιατρ.) σεξουαλική απόκλιση κατά την οποία η σεξουαλική διέγερση προκαλείται με το άγγιγμα ή και την απλή θέα αντικειμένων που, φυσιολογικά, στερούνται ερωτικής σημασίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.