φεσώνω


φεσώνω
Προφορά

Ετυμολογία
φεσώνω φέσι

Ερμηνεία
ρήμα φεσώνω

✦ βάζω φέσι σε κάποιον, δεν εξοφλώ το χρέος που έχω σε κάποιον: φέσωσε τους συγγενείς του
✦ μτχ. παθ. πρκμ. φεσωμένος, -η, -ο ως επίθ., αυτός στον οποίο δεν πλήρωσαν οι άλλοι αυτά που του χρωστούν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


One Reply to “φεσώνω”

  1. Βασίλης Σπανός

    Η φράση γεννήθηκε την εποχή της Τουρκοκρατίας ή μετάπεισα που οι άνθρωποι φορούσαν το φέσι. Το φέσι ήταν απαραίτητο συμπλήρωμα της ενδυμασίας. Χωρίς το φέσι στο κεφάλι, ο άντρας δεν κυκλοφορούσε, παρά μόνο σε μικρή απόσταση από το σπίτι.
    Φέσι φορούσαν και οι αγωγιάτες που κατέλυαν στα χάνια.
    Όταν λοιπόν κάποιος περνούσε από ένα χάνι, έτρωγε αυτός και το ζώο του, έπινε και κοιμόταν την νύχτα στο χάνι.
    Το πρωί δεν είχε ή δεν ήθελε να πληρώσει πλησίαζε τον πάγκο του χαντζή και όταν εκείνος του έδινε τον λογαριασμό, έβγαζε το φέσι του και το έριχνε στο τραπέζι του χαντζή σαν εγγύηση, πως την επομένη θα επέστρεφε για να πληρώσει το χρέος και να πάρει πίσω το φέσι του.
    Συνήθως όμως δεν ξαναγύριζε, ούτε το φέσι του να πάρει, ούτε την οφειλή του να πληρώσει. Φέσια είχε και άλλα στο σπίτι του, αλλά λεφτά δεν είχε. Έτσι ο χαντζής κατάντησε να μην εισπράτει λεφτά, αλλά….φέσια.
    Όταν μιλούσε για τα οικονομικά του συνήθιζε να λέει: «Αυτός μου έχει ρίξει ένα φέσι…», Ή«Τούτο τον μήνα μου ρίξανε κάτι φέσια….»

    Reply

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.