φερφορζέ
Προφορά
Ετυμολογία
φερφορζέ └γαλλ┘ fer forgé (= σφυρηλατημένος σίδηρος)
Ερμηνεία
επίθετο
└άκλιτο┘ φερφορζέ
✦ κ. ουσ. έπιπλα για βεράντες, κήπους που είναι κατασκευασμένα από σίδερο
✦ (κ. ως επίθ.) τραπέζι φερφορζέ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–