φερτός


φερτός
Προφορά

Ετυμολογία
φερτός φέρω

Ερμηνεία
επίθετο┘ φερτός -ή, -ό

✦ που τον έφεραν απ’ έξω, επείσακτος
✦ που έχει μεταφερθεί από άλλο μέρος: φερτά υλικά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.