φερμάρω


φερμάρω
Προφορά

Ετυμολογία
φερμάρω └ιταλ┘fermare

Ερμηνεία
ρήμα φερμάρω

✦ παρατηρώ με προσοχή, καθηλώνω το βλέμμα μου σε κάτι ή σε κάποιον, διακρίνω
✦ σταματώ κάτι που κινείται, ιδ. όχημα
✦ (για κυνηγετικά σκυλιά) ανακαλύπτω, ανιχνεύω το θήραμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.