φερετζές
Προφορά
Ετυμολογία
φερετζές └τουρκ┘ferace
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο φερετζές
✦ μακρύ εξωτερικό ένδυμα των μουσουλμάνων γυναικών στο πάνω μέρος του οποίου φέρεται η καλύπτρα του προσώπου
✦ (συνεκδ.) η καλύπτρα του προσώπου των μουσουλμάνων γυναικών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–