φερέφωνο


φερέφωνο
Προφορά

Ετυμολογία
φερέφωνο φέρω + φωνή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το φερέφωνο

✦ ηχώ, αντίλαλος
✦ μέσο που μεταφέρει τη φωνή
(μτφ. ) άνθρωπος που εκφράζει απόψεις άλλου, που μιλά για λογαριασμό άλλου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.