φερέοικος
Προφορά
Ετυμολογία
φερέοικος αρχαία ελληνική φερέοικος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ φερέοικος -η, -ο
✦ αυτός που κουβαλά μαζί του το σπίτι του (όπως το σαλιγκάρι, η χελώνα κτλ.)
✦ (μτφ. ) που δεν έχει μόνιμη κατοικία, περιπλανώμενος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–