φερέγγυος


φερέγγυος
Προφορά

Ετυμολογία
φερέγγυος αρχαία ελληνική φερέγγυος

Ερμηνεία
επίθετο┘ φερέγγυος -α, -ο

✦ που παρέχει εγγύηση, αξιόπιστος

Συνώνυμα

Αντίθετα
αφερέγγυος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.