φενακισμός


φενακισμός
Προφορά

Ετυμολογία
φενακισμός αρχαία ελληνική φενακισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο φενακισμός

✦ εξαπάτηση, παραπλάνηση: το έργο του παρουσιάζει ένα δίχτυ από φενακισμούς, παγίδες, τεχνάσματα (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.