φενάκη


φενάκη
Προφορά

Ετυμολογία
φενάκη μεταγενέστερη ελληνική φενάκη (= περούκα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η φενάκη

✦ περούκα
(μτφ. ) απάτη: όσο για την… «διάκριση των εξουσιών», ξέρουμε καλά τι κενός λόγος και τι φενάκη έχει καταντήσει (Μ. Πλωρίτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.