φελιζόλ


φελιζόλ
Προφορά

Ετυμολογία
φελιζόλ – Η ετυμολογία λείπει.

Ερμηνεία
φελιζόλ

✦ άκλ. ουσ. εμπορική επωνυμία βιομηχανικού προϊόντος, είδος ελαφρού πλαστικού που παράγεται από το πολυστυρόλιο (= προϊόν πολυμερισμού του στυρολίου) και χρησιμοποιείται ως θερμομονωτικό υλικό, στη συσκευασία εύθραυστων αντικειμένων κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.