φελί


φελί
Προφορά

Ετυμολογία
φελί μνσ. ὀφέλλιον, υποκοριστικό του (ὀ)φέλλα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το φελί

✦ κομμάτι ψωμιού, πίτας ή γλυκίσματος σε σχήμα ορθογώνιο, φέτα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.