φειδωλός


φειδωλός
Προφορά

Ετυμολογία
φειδωλός αρχαία ελληνική φειδωλός

Ερμηνεία
επίθετο┘ φειδωλός -ή, -ό

✦ που ξοδεύει με φειδώ, με πνεύμα οικονομίας, τσιγκούνης
(μτφ. ) που δεν δίνει κάτι εύκολα ή άφθονα: είναι φειδωλός σε επαίνους

Συνώνυμα

Αντίθετα
σπάταλος
Επιρρήματα
φειδωλά (Κ φειδωλώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.