φαρισαϊκός


φαρισαϊκός
Προφορά

Ετυμολογία
φαρισαϊκός φαρισαίος

Ερμηνεία
επίθετο┘ φαρισαϊκός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στους φαρισαίους, ο χαρακτηριστικός των φαρισαίων
(μτφ. ) υποκριτικός, δόλιος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
φαρισαϊκά (Κ φαρισαϊκώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.