φίστουλα
Προφορά
Ετυμολογία
φίστουλα └λατιν┘ fistula (= σωλήνας, αυλός)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φίστουλα
✦ (ιατρ.) τεχνητή επικοινωνία ανάμεσα σε δύο όργανα του σώματος (π.χ. ανάμεσα σε αρτηρία και φλέβα), ή ανάμεσα σε όργανο και την επιφάνεια του σώματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–