φίστουλα


φίστουλα
Προφορά

Ετυμολογία
φίστουλα └λατιν┘ fistula (= σωλήνας, αυλός)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η φίστουλα

(ιατρ.) τεχνητή επικοινωνία ανάμεσα σε δύο όργανα του σώματος (π.χ. ανάμεσα σε αρτηρία και φλέβα), ή ανάμεσα σε όργανο και την επιφάνεια του σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.