φίσκα
Προφορά
Ετυμολογία
φίσκα ίσως αρχαία ελληνική φύσκα (ἡ) (= φούσκα), δωρ. τύπος του φύσκη
Ερμηνεία
φίσκα
✦ άκλ. μονοκατάληκτο επίθ. εντελώς γεμάτος, υπερπλήρης: πολύς κόσμος, η πλατεία ήτανε φίσκα
✦ (κ. ως επίρρ.) εντελώς ως απάνω: μου γέμισε φίσκα το ποτήρι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–