φίμωση
Προφορά
Ετυμολογία
φίμωση μεταγενέστερη ελληνική φίμωσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φίμωση
✦ κλείσιμο του στόματος με φίμωτρο
✦ (μτφ. ) στέρηση της ελευθερίας του λόγου |(ιατρ.) στένωση της πόσθης, ώστε να παρεμποδίζεται η έξοδος της βαλάνου του πέους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–