φίλτρο
Προφορά
Ετυμολογία
φίλτρο αρχαία ελληνική φίλτρον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φίλτρο
✦ μαγικό μέσο ή φάρμακο που εμπνέει, διατηρεί ή επαναφέρει τον έρωτα
✦ τρυφερότητα, στοργή, ιδ. των γονιών προς τα παιδιά: μητρικό φίλτρο
✦ (ιταλική filtro) μέσο διυλίσεως, κομμάτι από ύφασμα, χαρτί ή άλλο υλικό μέσα από το οποίο περνά υγρό ή αέριο, για να συγκρατηθούν στερεές ή άχρηστες ουσίες που περιέχει
✦ ονομ. συσκευών που συγκρατούν τα άχρηστα ή μη επιθυμητά στοιχεία: φίλτρο αέρα
✦ τμήμα του τσιγάρου από απορροφητικό υλικό που συγκρατεί κατά το κάπνισμα βλαβερές ουσίες
✦ διάταξη ραδιοφωνικού δέκτη που απομακρύνει τα παράσιτα
✦ έγχρωμο διάφραγμα μπροστά στον φακό φωτογραφικής μηχανής ή οπτικού οργάνου, που εμποδίζει τη διέλευση ορισμένων ακτινοβολιών του φάσματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–