φέσι
Προφορά
Ετυμολογία
φέσι └τουρκ┘fes
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φέσι
✦ είδος κόκκινου σκούφου με φούντα που φορούν οι ανατολίτες
✦ σκούφος των Ελλήνων ευζώνων
✦ (μτφ. ) ανεξόφλητο χρέος: φρ. έβαλε φέσι, δανείστηκε χρήματα χωρίς να τα επιστρέψει, με σκοπό να μην τα επιστρέψει· (γεν.) χρωστάει χρήματα
✦ φρ. έγινε φέσι, έγινε τύφλα στο μεθύσι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–