φέρω


φέρω
Προφορά

Ετυμολογία
φέρω αρχαία ελληνική φέρω

Ερμηνεία
φέρω

✦ κ. φέρνω ρ. (έφερα, φέρθηκα, φερμένος) σηκώνω κάτι επάνω μου, βαστάζω: έφερε βαρύ οπλισμό
✦ έχω κάτι επάνω μου προσαρτημένο ή γραμμένο, έχω εκ φύσεως: ζώο που φέρει κέρατα – το βιβλίο φέρει τίτλο – φέρει ανάγλυφη διακόσμηση
✦ φορώ: φέρει επίσημη στολή
✦ παίρνω κάτι και το πηγαίνω κάπου, μεταφέρω: μας έφερε τα πράγματα που ξεχάσαμε σπίτι τους
✦ οδηγώ κάποιον κάπου: έφερε τα παιδιά στο σχολείο
✦ προσάγω ή καλώ κάποιον να έρθει: να φέρεις και τους φίλους σου στη γιορτή
✦ εισάγω κάτι από άλλον τόπο: έφεραν λάδι από την Ισπανία
✦ κατευθύνω: ο δρόμος φέρνει κατευθείαν στο λιμάνι
✦ ωθώ, παρακινώ
✦ προκαλώ, επιφέρω: το κρασί μου ‘φερε κέφι
✦ παράγω, αποδίδω, αποφέρω: το εμπόριο φέρνει κέρδη
✦ προτείνω, αναφέρω
✦ αποκλίνω προς κάτι: τα μαλλιά της φέρνουν προς το καστανό
✦ σε ποικίλες φρ.: φέρω βαρέως, στενοχωρούμαι πολύ, μου είναι αφόρητο – άγω και φέρω, κατευθύνω κατά τη θέλησή μου – φέρνει τον κατακλυσμό, προβάλλει διαρκώς εμπόδια και δυσχέρειες – τη φέρνω σε κάποιον, εξαπατώ κάποιον: θα σου κάμουν μερικές παραχωρήσεις, θα σου τάξουν πολλά και διάφορα, μα την τελευταία στιγμή θα σου τη φέρουν, εξόν αν προλάβεις να τους τη φέρεις εσύ, να τους πάρεις τη δύναμη από τα χέρια (Γ. Θεοτοκάς) – φέρ’ ειπείν, παραδείγματος χάριν
✦ (μέσ.) φέρομαι κ. φέρνομαι, συμπεριφέρομαι: φέρθηκε άσχημα – αλόγιστα
✦ αναφέρομαι, μνημονεύομαι: φέρονται ως αγνοούμενοι – αναζητούνται οι φερόμενοι ως συνένοχοι
✦ γ΄ εν. φέρεται, υπάρχει η φήμη ή η πληροφορία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.