φέρσιμο
Προφορά
Ετυμολογία
φέρσιμο μεσαιωνική ελληνική φέρσιμο
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φέρσιμο
✦ συμπεριφορά, διαγωγή, τρόπος του φέρεσθαι: έχουν πικραθεί από τα ωμά φερσίματα που βλέπουμε στις σύγχρονες καλλιτεχνικές αγορές (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–