φέρμελη
Προφορά
Ετυμολογία
φέρμελη αλβ. fermelé
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η φέρμελη
✦ χρυσοποίκιλτο ανδρικό γιλέκο που φοριέται με τη φουστανέλα: χρυσοκέντητες φέρμελες και κοντογούνια ακριβά (Πετσάλης – Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–