φέριμποτ
Προφορά
Ετυμολογία
φέριμποτ └αγγλ┘ferryboat
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└άκλιτο┘ το φέριμποτ
✦ σκάφος αβαθές και πλατύ, διαρρυθμισμένο κατάλληλα για τη μεταφορά επιβατών και τροχοφόρων που εκτελεί δρομολόγια, συνήθως σε στενά θαλάσσια περάσματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–