φέουδο
Προφορά
Ετυμολογία
φέουδο └βενετ┘ feudo
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το φέουδο
✦ τμήμα χώρας παραχωρημένο, κατά το μεσαίωνα, από ηγεμόνες σε ευγενείς, τιμάριο
✦ (μτφ. ) πεδίο, χώρος στον οποίο κάποιος ασκεί έλεγχο και εξουσία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–