φέξη


φέξη
Προφορά

Ετυμολογία
φέξη από το θ. του μέλλ. και αορ. του φέγγω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η φέξη

✦ το φέξιμο
✦ εύχρ. ιδ. στη φρ. στη χάση και στη φέξη (ενν. του φεγγαριού), πολύ σπάνια, αραιά και πού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.