υποστάθμη
Προφορά
Ετυμολογία
υποστάθμη αρχαία ελληνική ὑποστάθμη
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υποστάθμη
✦ αδιάλυτα συστατικά υγρού που καθιζάνουν στον πυθμένα δοχείου, ίζημα, κατακάθι
✦ (μτφ. φρ.) άνθρωπος κατωτάτης υποστάθμης, φαυλότατος, αχρείος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–