υπερφόρτιση
Προφορά
Ετυμολογία
υπερφόρτιση υπερφορτίζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υπερφόρτιση
✦ (ηλεκτρ.) φόρτιση ηλεκτρικής συσκευής με φορτίο μεγαλύτερο από το κανονικό
✦ (τεχνολ.) πρόσθετο φορτίο το οποίο, υπό εξαιρετικές συνθήκες, είναι δυνατόν να υποστεί κατασκευή, συσκευή ή μηχανή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–