υπερφαλαγγίζω
Προφορά
Ετυμολογία
υπερφαλαγγίζω αρχαία ελληνική ρ. ὑπερφαλαγγέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ υπερφαλαγγίζω
✦ (στρατ.) επεκτείνω το μέτωπο της φάλαγγας, για να κυκλωθούν τα άκρα της εχθρικής παράταξης
✦ (γεν.) περικυκλώνω
✦ (μτφ. ) ξεπερνώ, παρακάμπτω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–