υπερτροφικός
Προφορά
Ετυμολογία
υπερτροφικός υπερτροφία
Ερμηνεία
└επίθετο┘ υπερτροφικός -ή, -ό
✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπερτροφία
✦ που χαρακτηρίζεται από υπερτροφία
✦ (μτφ.): υπερτροφικός εγωισμός – υπερτροφικό εγώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–