υπερτονίζω
Προφορά
Ετυμολογία
υπερτονίζω υπέρ + τονίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ υπερτονίζω
✦ υποδεικνύω έντονα κάτι, εφιστώ την προσοχή σε κάτι: η συνέχιση της έντασης στη Βοσνία, με τις επιθέσεις των Σέρβων, υπερτονίζει τον μοναχικό μας δρόμο στη διεθνή σκηνή (Ελευθεροτυπία)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–