υπεργολαβία
Προφορά
Ετυμολογία
υπεργολαβία υπεργολάβος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υπεργολαβία
✦ η ανάθεση της εκτέλεσης έργου ή τμήματός του, από τον εργολάβο που το ανέλαβε σε κάποιον άλλο
✦ η ανάθεση της εκτέλεσης μέρους της παραγωγής από μεγάλη επιχείρηση σε μικρότερη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–