υπερβολικός
Προφορά
Ετυμολογία
υπερβολικός μεταγενέστερη ελληνική ὑπερβολικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ υπερβολικός -ή, -ό
✦ που ξεπερνά το συνηθισμένο, το κανονικό ή το ανεκτό
✦ που λέγεται με υπερβολή, μεγαλοποιημένο ή εμφατικά τονιζόμενο
✦ (για πρόσ.) που λέει υπερβολές, που μεγαλοποιεί τα πράγματα
Συνώνυμα
υπέρμετρος
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
υπερβολικά (Κ υπερβολικώς)