υπερβολή
Προφορά
Ετυμολογία
υπερβολή αρχαία ελληνική ὑπερβολή
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η υπερβολή
✦ το να είναι κάτι υπερβολικό, το να ξεπερνά τα συνήθη, κανονικά ή ανεκτά όρια, ακρότητα
✦ φρ. καθ’ υπερβολήν, πάρα πολύ, υπερβολικά
✦ η μεγαλοποίηση των πραγμάτων στο λόγο
✦ (γραμμ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο χρησιμοποιείται λέξη ή φράση που υπερβαίνει την αλήθεια για να δοθεί έμφαση: το αίμα έρρεε ποτάμι
✦ (μαθημ.) κωνική τομή αποτελούμενη από δύο ιδεατές καμπύλες, που σχηματίζεται όταν ένα επίπεδο τέμνει ένα διπλό κώνο, και σχηματίζει με τον άξονα του κώνου μια γωνία μικρότερη απ’ αυτήν που σχηματίζουν οι πλευρές του κώνου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–