υπερβατός


υπερβατός
Προφορά

Ετυμολογία
υπερβατός αρχαία ελληνική ὑπερβατός

Ερμηνεία
επίθετο┘ υπερβατός -ή, -ό

✦ που μπορεί κανείς να τον υπερβεί, να τον ξεπεράσει
✦ (συντακτ.) ουδ. το υπερβατό(ν) ως ουσ., λεκτικό σχήμα κατά το οποίο γίνεται μετάθεση λέξεων ή προτάσεων από την κανονική τους συντακτική σειρά, με σκοπό τη ρυθμική κίνηση ή τη γλαφυρότητα του λόγου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.