υπερβατισμός
Προφορά
Ετυμολογία
υπερβατισμός υπερβατικός• απόδοση του └αγγλ┘όρου transcendentalism
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο υπερβατισμός
✦ φιλοσοφικό σύστημα που υποστηρίζει ότι υπάρχει μια a priori γνώση των εννοιών και των μορφών που κυριαρχούν στην εμπειρία
✦ φιλοσοφική θεωρία που υποστηρίζει την υπεροχή, την ανωτερότητα του πνευματικού και υπερβατικού πάνω στο υλικό και εμπειρικό
✦ αμερικανική φιλοσοφική σχολή που παρουσιάστηκε από τον Έμερσον και υποστήριζε μια μυστικιστική ηθική και μια μορφή πανθεϊσμού
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–