υπερβατικός


υπερβατικός
Προφορά

Ετυμολογία
υπερβατικός μεσαιωνική ελληνική ὑπερβατικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ υπερβατικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην υπέρβαση
✦ (φιλοσ.) ο σχετικός με τον υπεραισθητό κόσμο, που ξεπερνά την εμπειρία των αισθήσεων και είναι προσιτός μόνο με τη νόηση ή τη διαίσθηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.