υπερβασία


υπερβασία
Προφορά

Ετυμολογία
υπερβασία αρχαία ελληνική ὑπερβασία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η υπερβασία

✦ παράβαση νόμου, αθέτηση συμφωνίας ή ορίου, παραβίαση όρκου: διαιτησίες για τόπους αμφισβητούμενους, υπερβασίες στο δικαίωμα του κυνηγιού, καταπατήσεις, ξεσυνέριες (Άγγ. Τερζάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.